Μενου

Γλωσσάρι όρων για τον κορονοϊό

C

COVID-19

Το όνομα του αναπνευστικού νοσήματος που προκαλείται από τον νέο κορονοϊό (SARS-CoV-2). Σημαίνει «Coronavirus Disease 2019».

S

SARS-CoV-2

Το όνομα του νέου κορονοϊού που προκαλεί το αναπνευστικό νόσημα COVID-19. Σημαίνει Severe Acute Respiratory Syndrome Coronavirus 2 και αρχικά ήταν γνωστός ως 2019-nCoV.

Α

Ανοσία της αγέλης (Herd immunity)

Αν ένα άτομο εμβολιαστεί ή νοσήσει από έναν ιό, αναπτύσσει αντισώματα έναντι αυτού του ιού. Όταν ένας επαρκής αριθμός ατόμων αναπτύξουν αντισώματα, τότε ο γενικός πληθυσμός είναι προστατευμένος από την ασθένεια, ακόμη κι αν δεν εμβολιαστεί, καθώς η πλειοψηφία έχει ανοσία και δεν μπορεί να μεταδώσει τον ιό. Ο όρος είναι γνωστός και ως «συλλογική ανοσία», σύμφωνα με την ΙΑΤΕ, τη βάση δεδομένων ορολογίας της ΕΕ.

Απαγόρευση κυκλοφορίας (Lockdown)

Απαγόρευση συναθροίσεων και άσκοπων μετακινήσεων, με εξαίρεση τη μετακίνηση για την κάλυψη βασικών αναγκών.

Απομόνωση (Isolation)

Όταν ένα άτομο που έχει νοσήσει απομακρύνεται από τους άλλους ώστε να μην τους μολύνει. Η απομόνωση πρέπει να συνεχιστεί έως ότου ο κίνδυνος μόλυνσης είναι πολύ χαμηλός, σε συνεννόηση πάντα με ιατρό.

Δ

Δείκτης θνητότητας (Case fatality rate)

Το ποσοστό των θανάτων από κάποια νόσο σε σχέση με τον συνολικό αριθμό ανθρώπων που έχουν διαγνωστεί με την νόσο σε δεδομένο χρονικό διάστημα.

Ε

Έξαρση (Outbreak)

Ξαφνική αύξηση κρουσμάτων μιας ασθένειας.

Εξομάλυνση της καμπύλης (Flattening the curve)

Η επιβράδυνση της εξάπλωσης ενός ιού ώστε να μειωθεί ο μέγιστος αριθμός κρουσμάτων και η επακόλουθη ζήτηση νοσοκομείων και υποδομών.

Επιδημία (Epidemic)

H έξαρση μιας ασθένειας που εξαπλώνεται σε μεγαλύτερη γεωγραφική περιοχή.

Επιβεβαιωμένα κρούσματα (Confirmed cases)

Ο αριθμός περιστατικών COVID-19 τα οποία έχουν επιβεβαιωθεί μέσω διαγνωστικών εξετάσεων. Λόγω έλλειψης διαγνωστικών τεστ, ο πραγματικός αριθμός κρουσμάτων ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος.

Θ

Θάλαμοι αρνητικής πίεσης (Negative-pressure rooms)

Ειδικά σχεδιασμένοι θάλαμοι για ασθενείς με μολυσματικές ασθένειες, οι οποίοι επιτρέπουν στον αέρα να κυκλοφορεί στον χώρο, χωρίς όμως να απελευθερώνεται σε άλλους χώρους του νοσοκομείου.

Ι

Ιχνηλάτηση επαφών (Contact tracing)

Η διαδικασία αναγνώρισης, αξιολόγησης και διαχείρισης ατόμων που έχουν εκτεθεί σε μολυσματική ασθένεια ώστε να προληφθεί περαιτέρω διάδοσή της.

Κ

Καραντίνα (Quarantine)

Όταν ένα άτομο έχει εκτεθεί σε μια ασθένεια αλλά δεν εμφανίζει συμπτώματα απομακρύνεται από άλλους για κάποιο χρονικό διάστημα σε περίπτωση που έχει μολυνθεί. Κρατώντας αποστάσεις προλαμβάνεται η εξάπλωση της ασθένειας σε άλλα άτομα. Η καραντίνα διαρκεί λίγο παραπάνω από την περίοδο επώασης μιας ασθένειας.

Κοινωνική αποστασιοποίηση (Social distancing)

Μέτρα που λαμβάνονται ώστε να αυξηθεί ο φυσικός χώρος μεταξύ ατόμων και να επιβραδυνθεί η εξάπλωση ενός ιού. Παραδείγματα αποτελούν η τηλεργασία, το κλείσιμο των σχολείων και η ακύρωση κοινωνικών εκδηλώσεων.

Κορονοϊός ή κορωνοϊός (Coronavirus)

Οικογένεια ιών που προκαλούν από κοινό κρυολόγημα έως πιο σοβαρές ασθένειες, όπως το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (Middle East Respiratory Syndrome – MERS ) και σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (Severe Acute Respiratory Syndrome – SARS). Ο νέος κορονοϊός που ανακαλύφθηκε πρόσφατα έχει ονομαστεί SARS-CoV-2 και προκαλεί το αναπνευστικό νόσημα COVID-19. Κάτω από το μικροσκόπιο, ο ιός μοιάζει με σφαίρα περικυκλωμένη από κορόνα (κατά λεξικό Τριανταφυλλίδη) ή κορώνα (κατά λεξικό Μπαμπινιώτη), εξού και η ονομασία κορονοϊός ή κορωνοϊός.

Π

Πανδημία (Pandemic)

Η εξάπλωση της επιδημίας σε πολλαπλές χώρες και ηπείρους και η οποία επηρεάζει συνήθως μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Περίοδος επώασης (Incubation period)

Ο χρόνος από τη στιγμή που ένα άτομο μολυνθεί με ένα παθογόνο, π.χ. ιό, μέχρι τη στιγμή που εμφανίζονται τα πρώτα συμπτώματα.

Ρ

Ρυθμός θνησιμότητας (Mortality rate)

O αριθμός θανάτων (είτε γενικά είτε λόγω συγκεκριμένης αιτίας) σε ένα συγκεκριμένο πληθυσμό, ως προς το μέγεθος του πληθυσμού, ανά μονάδα του χρόνου. Κατά κανόνα, η μονάδα μέτρησης της θνησιμότητας είναι αριθμός θανάτων ανά 1.000 άτομα ανά έτος.

Σ

Στενή επαφή (Close contact)

Άτομο που ενδέχεται να νοσήσει από μεταδοτική ασθένεια επειδή βρίσκεται σε κοντινή απόσταση με επιβεβαιωμένο περιστατικό ή έχει εκτεθεί σε αυτό. Στην περίπτωση του COVID-19, πρόκειται για οποιονδήποτε βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων από άτομο που έχει νοσήσει από τον νέο κορονοϊό (SARS-CoV-2) για εκτεταμένο χρονικό διάστημα ή έχει έρθει σε άμεση επαφή με μολυσματικές βιολογικές εκκρίσεις ασθενούς.

Τ

Τοπική μετάδοση/εξάπλωση (Community transmission/spread)

Όταν μια μεταδοτική ασθένεια εξαπλώνεται σε μια γεωγραφική περιοχή και τα άτομα που νοσούν δεν γνωρίζουν πού ή πώς κόλλησαν. Αποτελεί ένδειξη ότι ο ιός δεν περιορίζεται πια σε μικρό αριθμό ατόμων.

Πηγές: ΠΟΥ, ΕΟΔΥ, CDC, ECDC.

Σχετικά νέα